- Ασωπός
- Sp Asòpas Ap Ασωπός/Asopos L u. Atikoje, u. ir g-tė P Graikijoje
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Ἀσωπός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασωπός — I Ποτάμιος θεός, προσωποποίηση των ομώνυμων ποταμών στη Βοιωτία, τη Σικυώνα και τη Φλιασία. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρούς ή του Δία και της Ευρυνόμης ή του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο του με τη Μετώπη,… … Dictionary of Greek
Ασωπός — ο όνομα διάφορων ποταμών στη χώρα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀσωποῖο — Ἀσωπός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωποῖς — Ἀσωπός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωποί — Ἀσωπός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωποῦ — Ἀσωπός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωπῷ — Ἀσωπός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωπόν — Ἀσωπός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσώπου — Ἄσωπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)